- παρακύηση
- η(ιατρ.), εξωμήτρια κύηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακύηση — η ιατρ. ανάπτυξη γονιμοποιημένου ωαρίου έξω από τη μήτρα, εξωμήτρια κύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracyesis < παρ(α) * + κύησις] … Dictionary of Greek